Στη μια του άκρη,εκείνος,γκριζομάλλης πενηντάρης,κάθοταν με τη σπονδυλική του στήλη κάθετη στο υπόλοιπο κορμί.Στη μέση του τραπεζιού στεκόταν ένα είδος κηροπηγίου,ένα μανουάλι η κάτι τέτοιο,που κράταγε στα μεταλλικά κλαριά του τρία αναμμένα κεριά.
-«Θα πιούμε λίγο κρασάκι ε;Να το γιορτάσουμε»...είπε ψιθυριστά και γέμισε το ποτήρι της πρώτα και μετά το δικό του.«Λοιπόν ξέρεις κάτι;Ποτέ μου δε περίμενα ότι μια μέρα θα απολάμβανα ένα 1787 Chateau Lafite.Βασικά δεν πέρναγε ούτε καν απ το μυαλό μου ότι παίζει να δοκιμάσω κάτι άλλο πέρα από κείνη τη φθηνή κόκκινη μαλακία που έφερνε ο Τόμας στη κατάληψη και μ έκανε να ξερνάω για τρεις συνεχόμενες κωλομέρες σα τη γάτα.Χαχαχαχαχαχαχα!Δε μ ένοιαζε το κρασί τότε.Είχα άλλες σκοτούρες·να αλλάξω το κόσμο.να κερδίσω το στοίχημα με το σύστημα...χαχαχαχαχαχαχαχα!!!
»Που είχα μείνει;Α ναι...που ξέρναγα σα τη γάτα.Θυμάσαι εκείνη τη φορά που ξέρασα μέσα στο ταξί;Ήταν τότε που με μάζεψες και μ έφερες πρώτη φορά εδώ,σπίτι σου.Που μ έβαλες να κάνω μπάνιο με κείνο το αφρόλουτρο - καρύδα.Θε μου...τι μαλακία αφρόλουτρο;Ακόμη ανακατεύομαι κάθε που το μυρίζω στο κορμί σου.Δεν υπάρχει πιο αηδιαστική μυρωδιά απ αυτό το γαμημένο αφρόλουτρο-καρύδα.Στο πούτσο μου κι αν ενυδατώνει το γαμημένο δέρμα.
»Πάλι ξεφεύγω όμως.Ζούσα εδώ και κει.Στους πέντε ανέμους.Άφραγκος και σιχαμένα βρωμερός αλήτης...Ζούσα στη κατάληψη με καμιά τριανταριά ακόμη μαλακισμένα.Ουφφφφφφφ...»
Αυτά της είπε αναμασώντας ταυτόχρονα το κομμάτι βοδινού που είχε στο στόμα του.Έπειτα ακούμπησε το πιρούνι και το μαχαίρι του στο πιάτο,πήρε μια βαθιά ανάσα και καρφώνοντάς τη με έντονο βλέμμα συνέχισε.
«Αλλά τώρα πάνε αυτά.Ε μωρό μου;Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν.Είμαι ο κύριος της κυρίας...είμαι τα λεφτά σου,η κοινωνική σου θέση,οι ανέσεις σου,η μιζέρια σου,τα «μη» και τα «πρέπει».Λάθος.Αυτά τα τελευταία είσαι συ.Το βλέπω καθαρά μωρό μου.Ακόμη και τώρα.Βλέπω τα χειλάκια σου να κινούνται.Να ανοιγοκλείνουν και να σχηματίζουν αυτές τις δυο λέξεις.Μηηηηηηη (ψιθυριστά)...Πρέπειιιιι (λιγότερο ψιθυριστά).ΔΕ ΠΡΕΠΕΙ (φωναχτά).
»Και οι φίλοι σου;Γαμώτο οι φίλοι σου.Τι ξιπασμένα μαλακιστήρια!«Οι όμορφες κι έξυπνες γυναίκες αγαπάνε ρεμάλια».Θυμάσαι;
»Σ αυτό το σημείο όμως θέλω να σου πω κι ένα τεράστιο ευχαριστώ.Δε θα πάψω ποτέ να νιώθω ευγνωμοσύνη που ήρθες στη ζωή μου...μ ακούς;ΠΟΤΈ!Ήξερα γαμώτο...ήξερα.Το σύστημα έχει κερκόπορτες.Έψαχνα καιρό να βρω μια απ αυτές.Δε σου κρύβω,απογοητεύτηκα.Μέχρι που ήρθες εσύ και μου δωσες τα κλειδιά από τη κεντρική είσοδο.Και να μαι τώρα!Στέκομαι εδώ,απέναντί σου,ανίκητος και δυνατός κρατώντας στο χέρι μου το κλειδί της επιστροφής» κι έτεινε το δεξί του χέρι γκρεμίζοντας το ποτήρι του.Το περιεχόμενό του,σχημάτισε ένα κατακόκκινο λεκέ στο λευκό τραπεζομάντηλο,κάτι σα κηλίδα αίματος η σαν αφηρημένη τέχνη πάνω σε λευκό καμβά.Στη παλάμη του κράταγε σφιχτά μια κοφτερή λεπίδα,ένα νυστέρι η κάτι τέτοιο.
Τράβηξε το πακέτο με τα τσιγάρα του κι άναψε ένα.Σηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος της μονολογώντας.
«Δε μιλάς και πολύ απόψε.Μάλλον δεν ήταν η μέρα σου.Πάνε και τρεις μήνες που έχω να σε βγάλω βόλτα.Να αλλάξεις παραστάσεις.Με κούρασε η αποψινή μου φλυαρία.Σε παρακαλώ μίλα.Μόνο αν το χεις ανάγκη όμως,δε θέλω να σε πιέζω αχαχαχαχαχαχαχαχα!»
Ρούφηξε μια καλή τζούρα από το τσιγάρο του κι έμεινε να τη κοιτάζει για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα.Το φεγγάρι φώτιζε τώρα λίγο παραπάνω το δωμάτιο.Γύρισε στο παλιό γραμμόφωνο κι έβαλε να παίζει κάτι από τα βινύλια του Βάγκνερ.
«Ήσουν όλα τα «πρέπει» και τα «μη» που γύρναγαν επί χρόνια αυτό το νυστέρι βαθιά στη καρδιά μου».Συνέχισε με περιπαικτικό ύφος προσπαθώντας να τη μιμηθεί.«Για ποιο λόγο να καπνίζεις;Καλώς η κακώς πρέπει να διατηρούμε σε καλή κατάσταση το κουφάρι που μας κουβαλάει για 60-70-100 χρόνια.Ήθελες κι εκατό χρόνια γαμώτο.ΜΑ ΕΚΑΤΟ χρόνια;Που ακούστηκε ρε πούστη ζωή για εκατό χρόνια;Τώρα στέκεσαι εδώ,απέναντί μου και το γαμημένο κουφάρι σου είναι άδειο από σένα κι όλα όσα έπρεπε από καιρό να είχα σκοτώσει».
Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της κι εξέπνευσε ένα σύννεφο καπνού πάνω της.Και καθώς ο καπνός διαλυόταν αποκαλύπτονταν το λιωμένο της δέρμα κι εκατοντάδες σκουλήκια που μπαινόβγαιναν από δεκάδες μικρές τρύπες στο πρόσωπό της και στα νεκρά της άδεια,κατάλευκα μάτια...
ΥΓ:Το έργο στη κορυφή της ανάρτησης είναι αυτουνού εδώ του ακατονόμαστου κυρίου τον οποίο παίζει και να μη πολυγουστάρετε.Μεταξύ μας ούτε και γω.
Η ιδέα για την ιστορία στο πιο πάνω κείμενο είναι εντελώς δικιά μου.Κι αυτό με προβληματίζει γαμώτο.Τι στο πούτσο «σκοτώνω» εκεί μέσα;
Υστερόγραφο με παραγράφους.Έχεις ξαναδεί;
Το δισκάκι παίζει να μην είναι για τα αυτιά σου.Στις αυτάρες μου πάντως sounds perfect.
Να μαστε καλά λοιπόν!